τωὐτό
From LSJ
Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist
French (Bailly abrégé)
crase ion. p. τὸ αὐτό la même chose.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τωὐτό en τωῦτο Ion. en Aeol. crasis voor τὸ αὐτό.
German (Pape)
ion. = τὸ αὐτό, Her.
Russian (Dvoretsky)
τωὐτό: (gen. τωὐτέου, dat. τωὐτῷ) ион. = τὸ αὐτό.
Greek (Liddell-Scott)
τωὐτό: (οὐχὶ τωϋτο ἢ τὠυτό), γεν. τωὐτοῦ, δοτικ. τωὐτῷ, κατὰ Ἰων. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ αὐτό, κτλ.
Greek Monotonic
τωὐτό: (όχι τωϋτό ή τὠυτό), γεν. τωὐτοῦ, δοτ. τωὐτῷ, Ιων. κράση αντί τὸ αὐτό κ.λπ.