τειχισμός

Revision as of 10:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ὁ, = τείχισις, Th.5.82, 6.44, etc.

German (Pape)

[Seite 1081] ὁ, = τείχισις; Thuc. 5, 82. 6, 44, Pol. 5, 93, 5.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. τείχισις.
Étymologie: τειχίζω.

Greek (Liddell-Scott)

τειχισμός: ὁ, = τείχισις, Θουκ. 5. 82., 6. 44, Δημ. 325, 23, Πολύβ. 5. 93, 5, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 3.

Greek Monolingual

ὁ, Α τειχίζω
ανέγερση τείχους, τείχιση.

Greek Monotonic

τειχισμός: ὁ, = τείχισις, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

τειχισμός: ὁ Thuc. = τείχισις.

Middle Liddell

τειχισμός, οῦ, ὁ, = τείχισις, Thuc.]

English (Woodhouse)

act of fortifying