τείχιση

From LSJ

γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρίαbane and salvation to a house is woman, bane or salvation to a house is woman, for a woman is disaster and salvation for the house

Source

Greek Monolingual

η / τείχισις, -ίσεως, ΝΜΑ τειχίζω
ανέγερση τείχους, οχύρωση.