v. χρεία, χρέος.
v. χρέος.
χρέᾰ: ἴδε ἐν λ. χρέος.
χρέᾰ: Επικ. αντί χρέεα, πληθ. του χρέος.
χρέᾰ: Hes. и χρέᾱ Arph. nom. и acc. pl. к χρέος.