χρέος
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
English (LSJ)
τό Ep. χρεῖος Hom. (who also uses χρέος, but only in Od., v. infr. 1.1): Att. χρέως Phryn.370, Moeris p.403 P., Choerob.in Theod.1.360H. (and this form appears in codd. of D.25.69, 33.24, 38.14, 40.37, 42.5; but χρέος in Pl.Plt.267a, Lg.958b): gen.
A χρείους E.IA373 (troch., s. v.l.), χρέους Lys.17.5 codd., χρέως D.49.18 (and so Choerob.l.c.); no dat. occurs in Ep. forms:—pl., nom. and acc. χρέᾰ Hes.Op.647, χρέᾱ Ar.Nu.39, 443 (anap.), cf. Isoc.21.13, Pl.Lg. 684e, etc.; Arc. χρήατα (but Schwyzer [665] χρῆα τά) IG5(2).343.20, 27 (Orchom., iv B. C.); gen. χρεῶν Ar.Nu.13,117, Pl.R.566a, etc.; Ep. χρειῶν Hes.Op.404 (χρεέων cj. Rzach); Ep. dat. χρέεσι Man. 4.135; χρήεσσι A.R.3.1198: (χράομαι, χρή):
I that which one needs must pay, obligation, debt, Ἄρης . . χρέος καὶ δεσμὸν ἀλύξας Od. 8.353, cf. 355; χρεῖος ἀποστήσασθαι, i.e. pay it in full, Il.13.746: especially of the obligation to restore or pay for 'lifted' cattle and plunder, so the heralds of the Pylians summoned to share in booty all οἷσι χρεῖος ὀφείλετ'· . . πολέσιν γὰρ Ἐπειοὶ χρεῖος ὄφειλον (where Sch. A, τὰ περιελασθέντα ἐκ τῆς Πύλου ὑπὸ τῶν Ἐπειῶν θρέμματα χρέως καλεῖ) Il. 11.686, cf. Od.3.367, 21.17; later simply, debt, αὐτὸς ἔτεισε . . χρέος Thgn.205; ἀρᾶς τίνει χρέος pays the debt demanded by the curse, A.Ag. 457 (lyr.); μή τι πέρα χρέος . . πόλει προσάψῃς debt, i.e. guilt, S.OC235 (lyr.); χ. πράσσειν τινά exact payment of a debt from one, Pi.O.3.7; ἐμὸν καταίσχυνε χρέος dishonoured my debt, i.e. dishonoured me for not paying my debt, for not keeping my promise, ib.10(11).8; τεὸν χρέος the debt due to thee, Id.P.8.33: in Com. and Prose, χρέος ἀποδιδόναι repay a debt, Hdt.2.136 (where also we have χρέος διδόναι to give a loan, and χρέος λαμβάνειν to receive a loan), cf. Ar.Nu.117, Pl.Plt.267a; ἔχω χρέος ὡς εἰπεῖν οὐδὲν ἀνδρὸς Ἕλληνος I know of nothing that I owe to any man of Greece, Hdt.3.140; χρέος ἀπαιτεῖν Plu.Oth.2; τὰ ὑπάρχοντα τῶν χρεῶν ἀνεῖσθαι Id.Sol.15; τὸ ἐπὶ τὴν τράπεζαν χρέως (sc. ὀφειλόμενον) D.33.24; ὢ καλὸν εἰς ἄλοχον θέμενος χρέος, like χάριν θέσθαι (v. τίθημι A. 11.7 fin.), Epigr. in Arch.Pap.1.220 (Ptolemaic); ἔχειν εἴς τι χρέος Plu.Caes.48: pl., debts, Hes.Op.647, Ar.Nu.13, etc.; χρειῶν λύσις Hes.Op.404; χρέα ἀπολαβεῖν And.3.15; χρέα ἐπὶ τόκοις ὀφειλόμενα Is.11.42; τὴν οὐσίαν ἅπασαν χρέα κατέλιπον left all the property in outstanding debts, D.38.7; εἰσπραχθέντα χρέα ibid.; ἐκπληρῶσαι τὸ χρέος ἅπαν pay it, Pl.Lg.958b; τὸ χρέος διαλυέτω SIG306.46 (Tegea, iv B. C.), cf. Plu.Luc.20 (Pass.); πρὸς τὰ χρέα ἀπάγεσθαι Plb.38.11.10, D.H.4.9:—cf. ἀποκοπή.
2 metaph., the debt that all must pay, fate, death, οὐκ ἔστι τὸ χρέος φυγεῖν Alciphr.1.25; τὸ τῆς ψυχῆς ἀπαιτηθεὶς χ. LXX Wi.15.8; also ἂν μή τις θᾶττον ὡς χρέος ἀποδιδῷ τὸ ζην Pl.Ax.367b; ὁπότε εἰς τὸν ἀέρα ἀναδράμῃ τὸ χρέος (sc. ἡ ψυχή, regarded as lent to the body) Vett.Val.330.33.
II in Poets, business, affair, matter, ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος Od.1.409, cf. 2.45; χρέος πᾶν ἐπικραίνεις, of Pelasgos, A.Supp.374 (lyr.); purpose, object, εἰ μὲν γὰρ ὑμῖν μὴ τόδ' ἐκπράξω χρέος ib.472, cf. S.OT 156 (lyr.); πᾶν ὃ θέλεις . . χ. ἐκτετέλεσται Theoc.25.53: c. gen., σὸν οὐκ ἔλασσον ἢ κείνης χρέος your affair, E.Hec.892.
2 almost = χρῆμα, thing, τί χρέος; = what is the matter?, τί χρῆμα; A.Ag.85 (anap.), E.Heracl.95 (lyr.), cf. S.OC251 (lyr.); ἐφ' ὅ τι χ. ἐμόλετε E.Or.150 (lyr); τί χ. ἔβα δωμα; Id.Fr.1011 (lyr.); τί καινὸν ἦλθε δώμασιν χ.; Id.HF530, cf. Ar. Nu.30 (with play on signf.1), Theoc.24.66.
3 ἐλάφους, μέγα τι χρέος (cf. χρῆμα II.3) Call.Dian.100.
III in Od.11.479, ἦλθον Τειρεσίαο κατὰ χρέος seems to be = Τειρεσίᾳ χρησόμενος (10.492) to consult him.
2 elsewhere κατὰ χρέος means according to what is needful, in due fashion, h.Merc.138, A.R.3.189, Arat.343.
IV duty, task, charge, office, ἦλθε τωὔτ' ἐπὶ χρέος Pi.O.1.45, cf. 7.40; οἷς τόδ' ἦν χρέος A.Pers.777, cf. Th.20; τὸ σὸν μελέσθω . . φρουρῆσαι χρέος S.El.74, cf. E.Or.1253 (lyr.), IT883 (lyr.).
V τὸ συνδρῶν χρέος the circumstance of being an accomplice, E.Andr.337.
VI anything useful or serviceable, χρεῶν χρηΐζοντι μετάδοσιν ποιήσασθαι Hp.Jusj.; δέκα στατῆρανς καταστασεῖ, τῶ δὲ χρήϊος( = χρέους) διπλεῖ ὄτι κ' ὀ δικαστὰς ὀμόσει συνεσσάκσαι Leg.Gort.3.14, cf. 11, GDI5100.11 (Malla).
2 value, validity, μηδὲν ἐς χρῆος (or μηδὲν ἐς χρέος) ἤμην τὰν δόσιν the gift shall be of no value, i.e. invalid, Leg.Gort.10.24, cf. 31.
VII παρὰ χρέος = παραχρῆμα, Call.Aet.Oxy.2080.14 (παραχρῆμ' ap.Stob.), Nic.Al.614 (prob. orig. = signf. VIII).
VIII = χρεία, χρεώ, need, τί δ', ὦ τάλας, σε τοῦδ' ἔχει πλέκους χρέος; Answ. χρέος μὲν οὐδέν, βούλομαι δ' ὅμως λαβεῖν Ar.Ach.454, cf. Bion Fr.2.2.
German (Pape)
[Seite 1371] τό, ep. χρεῖος, att. χρέως (w. m. s.), nom. u. acc. plur. χρέα, Hes. O. 649, wie τὰ χρέα ἀπολαμβάνειν Andoc. 3, 15 u. sonst (χρή), – 1) Bedürfniß, Nothdurft, Noth, dah. Verlangen, Wunsch; εἰ μὲν γὰρ ὑμῖν μὴ τόδ' ἐκπράξω χρέος Aesch. Suppl. 467; ἐξανύσεις χρέος Soph. O. R. 157; überh. Geschäft, Angelegenheit, Handel, Sache, das, was Einem dringend am Herzen liegt, ἐμὸν αὐτοῦ χρεῖος, meine eigne Angelegenheit, Od. 1, 409. 2, 45; κατὰ χρέος τινὸς ἐλθεῖν, einer Person oder Sache wegen kommen, weil man ihrer bedarf, 11, 479; vgl. κατὰ τί χρέος ἥκων Luc. salt. 64; ἐπὶ τωὐτὸ χρέος ἦλθε Pind. Ol. 1, 45, ὅπως γένοισθε πρὸς χρέος τόδε Aesch. Spt. 20; ξὺν ἀνδράσιν φίλοισιν, οἷς τόδ' ἦν χρέος Pers. 763, u. sonst; σοὶ δ' ἤδη τὸ σὸν μελέσθω βάντι φρουρῆσαι χρέος Soph. El. 74; τί μοι τόδε χρέος ἀπύεις Eur. Or. 1253, u. öfter; ἐφ' ὅ, τι χρέος, zu welchem Zwecke, weshalb, z. B. ἐμόλετε, ib. 151; χρέος ἔχειν τινός, Etwas nöthig haben, Ar. Ach. 429. – 2) das, was man nothwendig leisten muß, was man abzutragen schuldig ist, die Schuld; χρεῖος ὀφείλειν τινί, Einem eine Schuld zu entrichten haben, Od. 21, 17 Il. 11, 688, χρεῖος ὀφείλεταί μοι 11, 686 Od. 3, 867, χρεῖος ἀποστήσασθαι, eine Schuld zurückwägen, zurückzahlen, Il. 13, 746; was man versprochen hat, Her. 1, 138, Pind. Ol. 3, 7, – im, plur., die Schulden, Hes. O. 649; ausstehende Schulden, Is. 8, 37, wie Ar. Nubb. 13. 30; Plat. Legg. III, 684 e Rep. VIII, 555 d u. sonst; χρέα ἐπὶ τόκοις ὀφειλόμενα Isae. 11, 42; υὴν οὐσίαν ἅπασαν χρέα κατέλιπον Dem. 38, 7; Sp. – Auch übertr., eine abzubüßende Schuld, ein Vergehen; Theogn. 205; δημοκράντου δ' ἀρᾶς τίνει χρέος Aesch. Ag. 445; μή τι πέρα χρέος ἐμᾷ πόλει προσάψῃς Soph. O. C. 234; – und Schuldigkeit, Gebühr, Pflicht, κατὰ χρέος, wie sich's gebührt, ziemt, H. h. Merc. 138; Arat. Phaen. 343; κατὰ χρέος, ῃπερ ἐῴκει Ap. Rh. 3, 189; – die allgemeine Schuld, welche der Mensch der Natur zu entrichten hat, bes. der Tod. – 3) Gebrauch, Nutzen, eine Sache, die zu benutzen ist, wie χρῆμα, μέγα τι χρέος, ein großes Stück, Tier, Callim. Dian. 104.
French (Bailly abrégé)
(τὸ) ; gén. χρέεος, att. χρέους;
dat. inus., acc. χρέος ; pl. χρέεα, att. χρέα, gén. χρεῶν, dat. inus., acc. χρέα ; duel inus.
nécessité, obligation, d'où
1 dédommagement, indemnité, satisfaction;
2 restitution d'un objet volé;
3 acquittement d'une promesse;
4 en gén. χρέα λαμβάνειν PLUT contracter des dettes ; χρεῖος épq. ὀφείλειν τινί IL avoir une dette envers qqn ; χρέος ἀποστήσασθαι IL, ἀποδοῦναι AR, διαλύειν PLUT acquitter une dette ; ἀνιέναι PLUT ou ἀφιέναι LUC remettre une dette ; ἀφαιρεῖσθαι PLUT abolir les dettes ; fig. dette à payer pour une faute;
5 besoin : χρέος ἔχειν τινός AR avoir besoin de qch;
6 l'utilité ; l'intérêt, ce qui intéresse ou concerne qqn : τὸ σὸν φρουρῆσαι χρέος SOPH c'est ton affaire de veiller ; χρέος σὸν τόδε ἀνευρίσκειν EUR c'est ton affaire de trouver cela ; σὸν οὐκ ἔλασσον ἢ κείνης χρέος EUR non moins dans ton intérêt que dans le sien.
Étymologie: R. χαρ > χρα, prendre, saisir ; v. χράω.
Russian (Dvoretsky)
χρέος: эп.-ион. тж. χρεῖος, εος, атт. indecl. χρέως τό (pl. χρέᾰ и χρέᾱ)
1 обязательство, долг: χ. (ὑπ)αλύξας Hom. ускользнув от уплаты долга; χ. ὀφείλεταί τινι Hom. долг причитается кому-л.; χρέα ἐπὶ τόκοις ὀφειλόμενα Isae. долги, заключенные под проценты; τὸ χ. λαμβάνειν Her. брать деньги в долг; δοῦναι τὸ χ. Her. дать в долг; ἀποδοῦναι τὸ χ. Her. уплатить долг; ἔχειν τι εἴς τι χ. Plut. взять что-л. в уплату долга; τὸ χθιζὸν χ. ἀποστήσασθαι Hom. уплатить вчерашний долг, т. е. расплатиться (отомстить) за вчерашнее; δημοκράντου ἀρᾶς τίνειν χ. Aesch. нести последствия народных проклятий;
2 надобность, необходимость: χ. ἔχειν τινός Arph. нуждаться в чем-л.; κατὰ χ. HH как следует; ἐφ᾽ ὅ τι χ.; Soph. (скажи), за какой надобностью?, зачем?;
3 обязанность, тж. забота или дело: ἐμὸν αὐτοῦ χ. Hom. это мое личное дело; σοὶ τὸ σὸν μελέσθω φρουρῆσαι χ. Soph. позаботься об исполнении своей обязанности;
4 имущество, достояние (ἢ τέκνον ἢ λέχος ἢ χ. Soph.);
5 событие, явление (χ. - v.l. τέρας - καταλέγειν νεοχμόν Theocr.);
6 проступок или вина: τὸ συνδρῶν χ. Eur. соучастие в преступлении; μή τι πέρα χ. πόλει προσάψῃς Soph. чтобы тебе не навлечь на город новую вину;
7 прорицание или совет (ἐλθεῖν Τειρεσίαο κατὰ χ. Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
χρέος: τό, Ἐπικ. χρεῖος Ὅμηρ. (ὅστις ἔχει καὶ τὸν τύπον χρέος, ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.)· Ἀττ. χρέως Φρύνιχ. 391, Χοιροβοσκ. εἰς Θεοδ. 394 (καὶ ὁ τύπος οὗτος φαίνεται ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, Δημ. 900, 14., 988. 24., 1019. 23., 1040. 19· ἀλλὰ φέρεται χρέος ἐν Πλάτ. Πολιτικ. 267Α, Νόμ. 958Β)· - γεν. χρέους Εὐρ. Ι. Α. 373· ἡ δοτικ. δὲν ἀπαντᾷ ἐν Ἐπικ. τύπῳ· - πληθ., ὀνομ. καὶ αἰτιατ. χρέᾰ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 645, χρέᾱ Ἀριστοφ. Νεφ. 39, 443, Πλούτ.· γενικ. χρεῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 13, 118, Πλάτ. Πολ. 566Α, κ. ἀλλ., Ἐπικ. χρειῶν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 402· Ἐπικ. δοτ. χρέεσι Μανέθων 4. 135· χρήεσσι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1198· (χράομαι, χρή)· Ι. ὡς καὶ νῦν, ὀφειλή, ἣν πρέπει τις νὰ ἀποτίσῃ, Ἄρης… χρέος καὶ δεσμόν ἀλύξας Ὀδ. Θ. 353, πρβλ. 355· ἐν χρήσει μάλιστα ἐπὶ τῆς ὑποχρεώσεως πρὸς ἀπόδοσιν λῃστευθέντων ποιμνίων καὶ ἀγελῶν ἢ πρὸςἀποζημίωσιν δι’ αὐτά, χρέος ἕνεκα λῃστευθέντων ἢ ἀπαχθέντων βοσκημάτων· οὕτως οἱ κήρυκες τῶν Πυλίων ἐκάλουν εἰς τὰ ὅπλα πάντας, οἵου χρεῖος ὀφέλλετ’ ... πόλεσιν γὰρ Ἐπειοὶ χρεῖος ὄφελλον (ἔνθα τὰ Ἐνετ. Σχόλ. παρατηροῦσι: τὰ περιελασθέντα ἐκ τῆς Πύλου ἐκ τῶν Ἐπειῶν θρέμματα χρεῖος καλεῖ) Ἰλ. Λ. 685-698, πρβλ. Ὀδ. Γ. 367, Φ. 17· χρεῖος ἀποστήσασθαι, δηλ. νὰ πληρώσῃ ἐντελῶς, Ἰλ. Ν. 746· - συχν. παρὰ τοῖς μετέπειτα ἁπλῶς, χρέος, ὀφειλή, αὐτὸς ἔτισε.. χρέος Θέογν. 205 ἀρᾶς τίνει χρ., ἀποτίνει τὸ χρέος τὸ ἐκ τῆς κατάρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 457· μή τι πέρα χρέος.. πόλει προσάψῃς, χρέος δηλ. ἐνοχήν, Σοφ. Ο. Κ. 235· χρ. πράσσειν τινά, εἰσπράττειν χρέος παρά τινος, τὰ ὀφειλόμενα, Πινδ. Ο. 3, 12· ἐμὸν καταίσχυνε χρ., δηλ. κατῄσχυνεν ἐμὲ διότι δὲν ἐπλήρωσα τὸ χρέος μου, διότι δὲν ἐτήρησα τὴν ὑπόσχεσίν μου, αὐτόθι 10 (11). 10· τεὸν χρ., τὸ σοὶ ὀφειλόμενον, ὁ αὐτ. ἐν Π. 8. 45· - ἀκολούθως παρὰ τοῖς κωμ. καὶ πεζογράφοις, χρέος ἀποδιδόναι, ἀποτῖσαι, Ἡρόδ. 2. 136 (ἔνθα ὡσαύτως ἔχομεν χρ. διδόναι, δανείζειν καὶ χρ. λαμβάνειν, δανείζεσθαι) πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 117, Πλάτ. Πολιτικ. 267Α· ἔχω χρ. εἰπεῖν οὐδὲν ἀνδρὸς Ἕλληνος, δὲν ἠξεύρω νὰ χρεωστῶ τι εἰς Ἕλληνά τινα, Ἡρόδ. 3. 140· χρ. ἀπαιτεῖν Πλουτ. Ὄθων 2· ἀνιέναι, ὁ αὐτ. ἐν Σόλ. 15· χρέως τὸ ἐπὶ τὴν τράπεζαν (ἐξυπακ. ὀφειλόμενον) Δημ. 900. 14· ἔχειν τι εἰς χρέος Πλουτ. Καῖσ. 48· - ἐν τῷ πληθ., χρέη, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 645, Ἀριστοφ. Νεφ. 13, κλ.· χρειῶν λύσις Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡσ. 402· χρέα ἀπολαμβάνειν Ἀνδοκ. 25. 20· χρέα ἐπὶ τόκοις ὀφειλόμενα Ἰσαῖ. 88. 23· τὴν οὐσίαν ἅπασαν χρέα κατέλιπε, ἅπασαν τὴν περιουσίαν «χρεωμένην», εἰς χρέη, Δημ. 986. 24· χρέα εἰσπραχθέντα αὐτόθι 26· χρ. ἐκπληρῶ, διαλύω, πληρώνω, «κλείω» τὰ χρέη μου. Πλάτ. Νόμ. 958Β, Πλουτ. Λούκουλλ. 20· πρὸς τὰ χρ. 2) τὸ «κοινὸν χρέος», τὸ ὁποῖον πάντες ἐξ ἀνάγκης πρέπει νὰ ἀποτίσωσιν, ὁ θάνατος, Ἀλκίφρων 1. 25, πρβλ. Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β, Ἑβδ. (Σοφ. Σοφ. ΙΕ΄, 18). ΙΙ. παρὰ ποιηταῖς ὡσαύτως, ἀναγκαία ἐργασία, «ὑπόθεσις», «δουλειά», ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος Ὀδ. Α. 409, πρβλ. Β. 45· χρέος πᾶν ἐπικραίνεις, ἐπὶ τοῦ Διός, Αἰσχύλ. Ἱκ. 374· πρᾶγμα λίαν ἐπιθυμητὸν ἢ τὸ ὁποῖον πολὺ ἐπιθυμεῖ τις, σκοπός, ἀντικείμενον, εἰ μὲν γὰρ ὑμῖν μὴ τόδ’ ἐκπράξω χρέος αὐτόθι 472, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 156, Ο. Κ. 251· πᾶν ὃ θέλεις... χρ. ἐκτετέλεσται Θεόκρ. 25. 53· μετὰ γεν., ὡς τὸ χάρις, σὸν οὐκ ἔλασσον ἢ κείνης χρ. Εὐρ. Ἑκ. 892. 2) σχεδὸν ὡς τὸ χρῆμα, πρᾶγμα, τί χρέος; = τί χρῆμα; διὰ τί; Αἰσχύλ. Ἀγ. 85 ἐφ’ ὅ τι χρ. ἐμόλετε; Εὐρ. Ὀρ. 151· τί καινὸν χρ. ἔβα δόμους; ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 95 πρβλ. Ἀποσπ. 1000. 3) ἐλάφους, μέγα τι χρ. (ἴδε χρῆμα ΙΙ. 3) Καλλ. εἰς Ἄρτ. 100, πρβλ. 24, 65. ΙΙΙ. ἐν Ὀδ. Λ. 479, ἦλθον Τειρεσίαο κατά χρέος, φαίνεται ὅτι εἶναι = Τειρεσίᾳ χρησόμενος (Κ. 492) ἵνα συμβουλευθῶ τὸν Τειρ. 2) ἀλλαχοῦ κατὰ χρέος σημαίνει, καθὼς εἶναι πρέπον, καθὼς εἶναι καλόν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 138, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 189. IV. χρέος, καθῆκον, σκοπός, ἔργον, ἦλθε τωὔτ’ ἐπὶ χρέος Πινδ. Ο. 1. 71, πρβλ. 7. 72· οἷς τόδ’ ἦν χρέος Αἰσχύλ. Πέρσ. 777, πρβλ. Θήβ. 20· τὸν σὸν μελέσθω.. φρουρῆσαι χρέος Σοφ. Ἠλ. 74, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1253, Ι. Τ. 683, Ἡρ. Μαιν. 530. V. τὸ συνδρῶν χρ., τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναί τις συνεργὸς εἴς τι, Εὐρ. Ἀνδρ. 337. VI. πρᾶγμα χρήσιμον ἢ ὠφέλιμον, χρεῶν χρῄζοντι μετάδοσιν ποιήσασαι Ἱππ. Ὅρκ. VII. παρὰ χρέος = παραχρῆμα. Νικ. Ἀλεξιφ. 627. VIII. = χρεία, τί δὲ τοῦδ’ ἔχει πλέκους χρέος; Ἀριστοφ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 454, πρβλ. Βίωνα 13. 2. - Ἴδε Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 329.
English (Autenrieth)
(χράομαι): (1) want, need, then affair, business, Od. 1.409, Od. 2.45; Τειρεσίᾶο κατὰ χρέος, for want of T., i. e. to consult him, Od. 11.479.—(2) what one must pay, debt, ὀφείλειν τινί, ὀφέλλεταί μοι, Il. 11.688, 686.
English (Slater)
χρέος (-ος nom., acc.)
a debt met., of praise owed to the victor στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο θεόδματον χρέος (O. 3.7) ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος (O. 10.8) τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ, νεώτατον καλῶν (P. 8.33) ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος, αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων (P. 9.104)
b service, duty ἦλθε καὶ Γανυμήδης Ζηνὶ τωὔτ' ἐπὶ χρέος (O. 1.45) Ὑπεριονίδας μέλλον ἔντειλεν φυλάξασθαι χρέος παισὶν φίλοις, ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν (O. 7.40)
Greek Monolingual
-ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῖος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α
κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία
νεοελλ.
1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης, θεωρούμενη από την πλευρά του οφειλέτη
2. μτφ. ηθική υποχρέωση, καθήκον («έχουμε χρέος να υπερασπίζουμε την πατρίδα»)
3. στον πληθ. (τα)χρέη
διοικητικά ή υπηρεσιακά καθήκοντα («εκτελεί χρέη διευθυντή»)
4. φρ. α) «δημόσιο χρέος» — βλ. δημόσιος
β) «διαγραφή χρεών» — η απάλειψη από τα δημόσια βιβλία τών χρεών προς το δημόσιο ενός οφειλέτη, στην οποία προβαίνουν οι αρμόδιες κρατικές αρχές με διοικητική πράξη
γ) «ενυπόθηκο χρέος» — το χρέος που διασφαλίζεται με υποθήκη
δ) «κυμαινόμενο χρέος» — χρέος που το ύψος του κυμαίνεται από περίοδο σε περίοδο
ε) «ληξιπρόθεσμο χρέος» — χρέος που έγινε απαιτητό επειδή έληξε η προθεσμία εξόφλησής του
στ) «πάγιο χρέος»
i) το χρέος που έχει παγιωθεί
ii) το τμήμα του χρέους που διατηρείται σταθερό
ζ) «χρέος τιμής»
i) (ως χαρτοπαικτικός όρος) οφειλή μεταξύ χαρτοπαικτών η οποία πρέπει να εξοφληθεί μέσα σε διάστημα 24 ωρών
ii) μτφ. επιβεβλημένη ηθική υποχρέωση, καθήκον επιβαλλόμενο για ηθικούς λόγους
5. παροιμ. «όποιος αγαπά τα χρέη έχει σύντροφο το ψέμα» — δηλώνει ότι εκείνος που έχει πολλά χρέη, επειδή αδυνατεί να τά εξοφλήσει εμπρόθεσμα, καταφεύγει σε ψεύτικες δικαιολογίες
μσν.-αρχ.
μτφ. (στην ΠΔ) ο θάνατος
αρχ.
1. (ιδίως) υποχρέωση για την απόδοση και την αποζημίωση κλεμμένων βοσκημάτων
2. (στην ποίηση) αναγκαία εργασία
3. επιδιωκόμενος σκοπός
4. χρήσιμο, ωφέλιμο πράγμα
5. έργο, απασχόληση, υπόθεση («τὸ σὸν μελέσθω... φρουρῆσαι χρέος», Σοφ.)
6. ανάγκη, χρεία
7. ισχύς, κύρος
8. (σε περίφραση) πράγμα παράδοξο
9. φρ. α) «χρέος πράσσω τινά» — εισπράττω οφειλή (Πίνδ)
β) «ἐμὸν καταισχύνει χρέος» — ντρέπομαι επειδή δεν εξόφλησα τα χρέη μου
(Πίνδ.)
γ) «χρέος ἀποδίδωμι» — πληρώνω τα χρέη μου (Ηρόδ.)
δ) «χρέος δίδωμι» — δανείζω (Ηρόδ.)
ε) «χρέος λαμβάνω» — δανείζομαι (Ηρόδ.)
στ) «χρέα ἐκπληρῶ [ή διαλύω]» — εξοφλώ τα χρέη μου
ζ) «τί χρέος;» — για ποιο λόγο, γιατί;
η) «κατὰ χρέος»
i) (στην Ομ. Οδ.) για να πάρω χρησμό από το μαντείο
ii) όπως είναι πρέπον, όπως είναι σωστό (Υμν. Ερμ.)
θ) «παρὰ χρέος» — αμέσως, παραχρήμα (Νίκ.)
ι) «τὸ συνδρῶν χρέος» — το γεγονός ότι κάποιος είναι συνεργός σε κάτι (Ευρ.)
ια) «χρεῶν ἀποκοπή» — βλ. αποκοπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του τ. χρή «πρέπει, χρειάζεται», με την κατάλ. -ος τών σιγμόληκτων ουδ. Αρχικός θεωρείται ο τ. χρῆος, ο οποίος απαντά και με τη μορφή χρεῖος στο ομηρικό κείμενο, αλλά και χρέως (με αντιμεταχώρηση) και χρείως (< χρεῖος, με έκταση), ενώ ο τ. που επικράτησε είναι ο τ. χρέος (< χρηος, με βράχυνση του -η- προ φωνήεντος, πρβλ. ἠώς > ἕως). Η λ. από αρχική σημ. «οτιδήποτε χρησιμοποιεί κανείς για να πράξει κάτι» έλαβε επίσης τις σημ. «ανάγκη», «αναγκαία εργασία, υπόθεση», «σκοπός» και, κυρίως, «δάνειο που έχει συναφθεί και που πρέπει να εξοφληθεί». Η λ. χρέος, με την τελευταία αυτή σημ., πέρασε στο δικανικό λεξιλόγιο και εξελίχθηκε στη σημ. «αυτό που οφείλει, που χρωστά κανείς», η οποία διατηρείται και στη Νέα Ελληνική, όπου, επί πλέον, η λ. χρησιμοποιήθηκε μτφ. για να δηλώσει την ηθική υποχρέωση, το καθήκον. Η λ. χρέος /χρέως, τέλος, απαντά ως α' συνθετικό λ. με τις μορφές χρε(ο)- (πρβλ. χρε-αγωγός, χρεο-δοσία) και κυρίως χρεω- (πρβλ. χρεωκοπῶ) και ως β' συνθετικό με τις μορφές -χρεος και -χρεως (πρβλ. ἀξιό-χρεος / -χρεως, ὑπό-χρεος / -χρεως)].
Greek Monotonic
χρέος: και χρέω, Επικ. χρεῖος, τό, γεν. χρέους· πληθ. ονομ. και αιτ. χρέᾰ, Αττ. χρέᾱ· γεν. χρεῶν, Επικ. χρειῶν (χράομαι, χρή)·
I. αυτό που πρέπει κάποιος να πληρώσει, υποχρέωση, οφειλή, σε Ομήρ. Οδ.· οφειλή για κλεμμένα βοοειδή, σε Ομήρ. Ιλ.· χρεῖος ἀποστήσασθαι, ξεπληρώνω, στο ίδ.· ἀρᾶς τίνει χρέος, ξεπληρώνω το χρέος που απαιτείται από την κατάρα, σε Αισχύλ.· χρέος πόλει προσάπτειν, αποδίδω μεγαλύτερο χρέος, δηλ. ενοχή για την πόλη, σε Σοφ.· χρέος ἀποδιδόναι, εξοφλώ χρέος, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· σε πληθ., οφειλές, χρέη, χρειῶν λύσις, σε Ησίοδ.· τὴν οὐσίαν ἅπασαν χρέα κατέλιπε, άφησε όλη την περιουσία σε εξαιρετικά χρέη, σε Δημ.
II. 1. αναγκαία εργασία, υπόθεση, δουλειά, ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος, σε Ομήρ. Οδ.· απαίτηση, σκοπός, σε Σοφ.· με γεν., όπως το χάριν, για το καλό κάποιου, σὸν οὐκ ἔλασσον ἢ κείνης χρέος, σε Ευρ.
2. όπως το χρῆμα, πράγμα, τί χρέος; = τί χρῆμα; για ποιο λόγο;, σε Αισχύλ.· ἐφ' ὅ τι χρέος ἐμόλετε; σε Ευρ.
III. σε Ομήρ. Οδ., ἦλθον Τειρεσίαο κατὰ χρέος, = Τειρεσίᾳ χρησόμενος, ήρθα να τον συμβουλευτώ· αλλά, κατὰ χρέος, σύμφωνα με το καθήκον, καθώς είναι σωστό, σε Ομηρ. Ύμν.
IV. καθήκον, έργο, σκοπός, χρέος, σε Πίνδ., Τραγ.
V. χρεία, έλλειψη, ανάγκη, τί δὲ τοῦδ' ἔχει πλέκους χρέος; σε Αριστοφ.
Middle Liddell
χράομαι, χρή]
I. that which one needs must pay, an obligation, debt, Od.; a debt for stolen cattle, Il.; χρεῖος ἀποστήσασθαι to pay a debt in full, Il.; ἀρᾶς τίνει χρ. pays the debt demanded by the curse, Aesch.; χρέος πόλει προσάπτειν to attach a further debt, i.e. guilt to the city, Soph.; χρέος ἀποδιδόναι to repay a debt, Hdt., Ar.:—in pl. debts, χρειῶν λύσις Hes.; τὴν οὐσίαν ἅπασαν χρέα κατέλιπε left all the property in outstanding debts, Dem.
II. a needful business, an affair, matter, ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος Od.: a requirement, a purpose, Soph.: c. gen., like χάριν, for the sake of, σὸν οὐκ ἔλασσον ἢ κείνης χρέος Eur.
2. like χρῆμα, a thing, τί χρέος; = τί χρῆμα; wherefore? Aesch.; ἐφ' ὅ τι χρ. ἐμόλετε; Eur.
III. in Od., ἦλθον Τειρεσίαο κατὰ χρέος seems to be = Τειρεσίᾳ χρησόμενος, I came to consult him:—but, κατὰ χρέος according to what is due, as is meet, Hhymn.
IV. a duty, task, charge, office, Pind., Trag.
V. = χρεία, want, need, τί δὲ τοῦδ' ἔχει πλέκους χρέος; Ar.
English (Woodhouse)
debt, duty, function, matter, task, work
Translations
debt
Albanian: borxh; Arabic: دَيْن, قَرْض, قِرْض; Armenian: պարտք; Azerbaijani: borc; Bashkir: бурыс; Belarusian: доўг; Bulgarian: дълг; Burmese: မြီ, ကြွေး; Catalan: deute; Chinese Mandarin: 借款, 欠款, 債務/债务; Czech: dluh; Danish: gæld; Dupaningan Agta: gahut; Dutch: schulden; Esperanto: ŝuldo; Estonian: võlg; Faroese: skuld; Finnish: velka; French: dette; Galician: débeda; Georgian: ვალი, თავანი; German: Schulden, Verbindlichkeit; Greek: χρέος; Ancient Greek: χρέος, ὀφείλημα; Hebrew: חוֹב; Hindi: क़र्ज़, ऋण; Hungarian: adósság, tartozás; Icelandic: skuld; Indonesian: utang; Irish: dette; Italian: debito, buffo; Japanese: 負債, 借金; Kazakh: қарыз; Khmer: បំណុល; Korean: 빚, 부채; Kurdish Central Kurdish: قەرز; Northern Kurdish: qer; Kyrgyz: карыз; Lao: ໜີ້; Latvian: parāds; Lithuanian: skola; Macedonian: долг; Malay: hutang; Maltese: dejn; Maori: moni tārewa; Mongolian: зээл, өр; Nepali: कर्जा, ऋण; Norwegian: gjeld; Old Church Slavonic Cyrillic: длъгъ; Pashto: قرض, دين; Persian: بدهی, قرض, دین; Polish: dług inan; Portuguese: dívida, débito; Romanian: datorie; Russian: долг, задолженность; Sanskrit: ऋण; Scottish Gaelic: fiach; Serbo-Croatian Cyrillic: дуг; Roman: dug; Shan: ၼီႈ; Slovak: dlh; Slovene: dôlg; Sorbian Lower Sorbian: dług; Spanish: deuda, pufo; Swedish: skuld, gäld; Tagalog: utang; Tajik: қарз, дайн; Telugu: అప్పు; Thai: หนี้; Turkish: borç; Turkmen: bergi; Ukrainian: борг; Urdu: قرض; Uyghur: قەرز; Uzbek: qarz, nasiya, dayn; Vietnamese: nợ; West Frisian: skuld; Zazaki: vedeyn