v. ἀλέω.
v. 2 ἀλέω.
ἀλήλεκα: ἀλήλεμαι ἢ -εσμαι, ἴδε ἐν λ. ἀλέω = ἀλήθω.
ἀλήλεκα: -εμαι ή -εσμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του ἀλέω.
ἀλήλεκα: pf. к ἀλέω.