ἀμφίτομος

Revision as of 11:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, cutting on both sides, two-edged, βέλεμνον A. Ag. 1496; λόγχαι, ξίφη, E. Hipp. 1375, El. 164; βουπλήξ QS. 11.190.

Spanish (DGE)

-ον
de doble filo, βέλεμνον A.A.1496, λόγχη E.Hipp.1375, βουπλήξ Q.S.11.190, Nonn.D.5.14.

German (Pape)

[Seite 145] zweischneidig, βέλεμνον Aesch. Ag. 1475; λόγχαι Eur. Hipp. 1375; ξίφος El. 164. Ebenso sp. D., z. B. Ap. Rh. 1, 168 πέλεκυς.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux tranchants.
Étymologie: ἀμφί, τέμνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίτομος: -ον, ὁ ἑκατέρωθεν τέμνων, δίστομος, βέλεμνον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1496· λόγχαι, ξίφη Εὐρ. Ἱππ. 1375, Ἠλ. 164· ἐν τῷ Θησ. Στ. γράφεται παροξυτόνως ἀμφιτόμος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίτομος: обоюдоострый (βέλεμνον Aesch.; ξίφος, λόγχη Eur.).