βέλεμνον
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
English (LSJ)
τό, poet. for βέλος, dart, javelin, Il. only in plural, πικρὰ β. 22.206: later in sg., ἀμφιτόμῳ β. A.Ag.1496 (lyr.), cf. 1520, Theoc. 11.16; poet., of hail-stones, Orph.L.597.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 dardo o flecha οὐδ' ἔα ἱέμεναι ἐπὶ Ἕκτορι πικρὰ βέλεμνα Il.22.206, ὡς εἶδεν Τεύκρου βλαφθέντα βέλεμνα Il.15.484, ἔκ τε βέλεμνα σαρκὸς ἑλεῖν Il.Pers.4, κατακληῖδα βελέμνων aljaba para flechas Call.Dian.82, Epic.Alex.Adesp.9.Fr.1.4
•gener. arma ἐκ χερὸς ἀμφιτόμῳ βελέμνῳ A.A.1496, 1520
•fig. Κύπριδος de la atracción amorosa, Theoc.11.16.
2 proyectil φρουρουμένου βέλεμνα παιδός E.Andr.1136, χάλαζαν, ἀπειρεσίοισι βελέμνοις ἀγρῷ τραῦμα φέρουσαν granizo que trae la ruina al campo con infinitos proyectiles Orph.L.597, λαϊνέοισιν ... βελέμνοις Nonn.Par.Eu.Io.10.32, cf. 11.8.
• Etimología: Forma en -mn- sobre un tema βελε de la r. *gu̯elHi̯1- ‘arrojar’, cf. βάλλω.
German (Pape)
[Seite 441] τό (βέλος), das Geschoß, Hom. dreimal, βέλεμνα Versende Iliad. 15, 484. 489. 22, 206; ἀμφίτομον Aesch. Ag. 1475. 1501; Eur. Andr. 1138; vom Hagel Orph. Lith. 591.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 trait, javeline;
2 hache.
Étymologie: βέλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βέλεμνον -ου, τό βέλος speer, werptuig.
Russian (Dvoretsky)
βέλεμνον: τό
1 Hom. = βέλος;
2 боевая секира (ἀμφίτομον Aesch.).
Middle Liddell
poet. for βέλος, a dart, javelin, Il., Aesch.
English (Autenrieth)
= βέλος, only plural.
Greek Monolingual
βέλεμνον, το (AM)
συνήθως στον πληθ. βέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (δισύλλαβη ρίζα) βελε- < βελη- (πρβλ. βάλλω) + (επίθημα) -mno].
Greek Monotonic
βέλεμνον: τό, ποιητ. αντί βέλος, βέλος, βλήμα, σαΐτα, ακόντιο, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
βέλεμνον: τό, ποιητ. ἀντὶ τοῦ βέλος, βέλος, βλῆμα, ἀκόντιον, ἐν Ἰλ. μόνον κατὰ πληθ. ὡς πικρὰ βέλ. Χ. 206· ἐν τῷ ἑνικ., Αἰσχύλ. Ἀγ.1496,1520· ποιητ. ἐπὶ κόκκων χαλάζης, Ὀρφ. Λιθ. 591.