ἀνεμοσφάραγος
English (LSJ)
[φᾰ], ον, echoing to the wind, κόλποι Pi.P.9.5.
Spanish (DGE)
(ἀνεμοσφάρᾰγος) -ον que resuenan con el viento κόλποι Pi.P.9.5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui résonne du bruit du vent.
Étymologie: ἄνεμος, σφάραγος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμοσφάρᾰγος: -ον, ὁ ἀντηχῶν εἰς τοὺς ἀνέμους, ἀνεμοσφαράγων ἐκ Παλίου κόλπων Πινδ. Π. 9.6. [σφᾰ].
English (Slater)
ᾰνεμοσφᾰρᾰγος echoing in the wind ἀνεμοσφαράγων ἐκ Παλίου κόλπων (P. 9.5)
Greek Monolingual
ἀνεμοσφάραγος, -ον (Α)
αυτός που αντηχεί από το φύσημα των ανέμων.
Greek Monotonic
ἀνεμοσφάρᾰγος: -ον, αυτός που αντηχεί στους ανέμους, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεμοσφάρᾰγος: (φᾰ) оглашаемый шумом ветра (κόλποι Pind.).