ἀνθοκομέω

Revision as of 12:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

produce flowers, of the earth, βοτάνας ἀ. AP7.321.

Spanish (DGE)

producir flores de la tierra AP 7.321, τὸ ἔαρ Cyr.Al.M.73.620A.

German (Pape)

[Seite 232] Blumen pflegen, γῆ ἀνθοκομεῖ βοτάνας Ep. ad. 650 (VII, 321).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se couvrir de fleurs.
Étymologie: ἀνθοκόμος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθοκομέω: περιποιοῦμαι, καλλιεργῶ ἢ παράγω ἄνθη, γαῖα φίλη.. εἰαρινὰς ἀνθοκόμει βοτάνας Ἀνθ. Π. 7. 321.

Greek Monotonic

ἀνθοκομέω: μέλ. -ήσω, παράγω λουλούδια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθοκομέω: рождать цветы (γαῖα ἀνθοκομεῖ βοτάνας Anth.).

Middle Liddell

[from ἀνθοκόμος
to produce flowers, Anth.