ἀνθοκόμος

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθοκόμος Medium diacritics: ἀνθοκόμος Low diacritics: ανθοκόμος Capitals: ΑΝΘΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: anthokómos Transliteration B: anthokomos Transliteration C: anthokomos Beta Code: a)nqoko/mos

English (LSJ)

ἀνθοκόμον,
A decked with flowers, flowery, λειμῶνες ib. 10.6 (Satyr.).
2 parti-coloured, οἰωνοί Opp.C.2.190.

Spanish (DGE)

-ον
1 cubierto de flores λειμῶνες AP 10.6 (Satyr.), μάστιξ Nonn.D.17.20, χθών Apoll.Met.Ps.76.19, πρέμνος Chrys.M.61.763.
2 polícromo οἰωνοί Opp.C.2.190.

German (Pape)

[Seite 232] Blumen hegend, tragend, λειμῶνες Satyr. 6 (X, 6); doch άνθοκόμοις οἰωνοῖς, mit bunten Federn, Opp. Cyn. 2, 190, also von ἀνθόκομος (κόμη).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 couvert de fleurs;
2 aux couleurs variées.
Étymologie: ἄνθος, κόμη.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθοκόμος: покрытый цветами (λειμῶνες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθοκόμος: -ον, ὁ, ἀνθοφόρος, εὐανθής, λειμῶνες Ἀνθ. Π. 1. 6. 2) ὁ ποικιλόχρους ἢ ὁ ἔχων χρῶμα ἀνθηρόν, οἰωνοὶ Ὀππ. Κ. 2 190.

Greek Monolingual

ο (Α ἀνθοκόμος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται με την ανθοκομία, με την καλλιέργεια καλλωπιστικών φυτών
αρχ.
επίθ.
1. στολισμένος με άνθη
2. πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος.

Greek Monotonic

ἀνθοκόμος: -ον (κόμη), στολισμένος με λουλούδια, ποικιλόχρωμος, ευανθής, σε Ανθ.

Middle Liddell

κόμη
decked with flowers, flowery, Anth.