flawless
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. ἄμεμπτος, τέλειος, τέλεος. Without blemish (of a victim): V. ἐντελής. Without sin: P. ἀναμάρτητος.
adj.
P. and V. ἄμεμπτος, τέλειος, τέλεος. Without blemish (of a victim): V. ἐντελής. Without sin: P. ἀναμάρτητος.