ἁλωεινός

Revision as of 14:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ή, όν, (< ἅλως) of or used in a threshing-floor, ἵπποι AP 9.301 (Secund.).

German (Pape)

[Seite 113] zur Tenne, ἅλως, gehörig, ἵπποι, die das Getreide austreten, Secund. 2 (IX, 301).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de grange, propre aux travaux de la grange.
Étymologie: ἅλως.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλωεινός: -ή, -όν, (ἅλως) ἀνήκων ἢ χρησιμεύων εἰς ἁλώνιον, ἵπποι, Ἀνθ. Π. 9. 301.

Greek Monotonic

ἁλωεινός: -ή, -όν (ἅλως), αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει το αλώνι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλωεινός: (ᾰ) используемый для молотьбы (ἵπποι Anth.).

Middle Liddell

ἅλως
of or for the threshing-floor, Anth.