ἄφερτος

Revision as of 14:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, insufferable, intolerable, A.Ag.386 (lyr.), al.; κακόν Id.Eu. 146 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
insoportable χειμών A.A.564, cf. 395, νόσος A.Eu.146, A.1103, μόρος A.Ch.442, A.1600, ἄφερτα κήδη A.Ch.469, Πειθώ, ... παῖς ἄ. Ἄτας A.A.386.

German (Pape)

[Seite 409] (φέρω), unerträglich, oft bei Aesch. κακόν, νόσος u. ä., Ag. 392 Eum. 141.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
intolérable.
Étymologie: , φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφερτος: -ον, ἀφόρητος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 386, 395, 564, 1103, 160, Εὐμ. 146.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄφερτος, -ον)
αφόρητος, ανυπόφορος
νεοελλ.
1. εκείνος τον οποίο δεν έχουν φέρει ακόμη
2. αυτός που δεν έχει έλθει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φερτός < φέρω.

Greek Monotonic

ἄφερτος: -ον (φέρω), αφόρητος, ανυπόφορος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄφερτος: невыносимый, нестерпимый (πρόστριμμα, κακόν Aesch.).

Middle Liddell

φέρω
insufferable, intolerable, Aesch.

English (Woodhouse)

hard to bear