v. ἐκτρέχω.
[Seite 758] aor. zu ἐκτρέχω.
ἐκδρᾰμεῖν: ἴδε τὸ ῥῆμα ἐκτρέχω.
ἐκδρᾰμεῖν: απαρ. αορ. βʹ του ἐκτρέχω.
ἐκδρᾰμεῖν: inf. aor. 2 к ἐκτρέχω.