ἐνεγκεῖν, v. φέρω.
[Seite 836] ion. ἐνεῖκαι, u. ἐνεγκεῖν, aor. zu φέρω.
inf. ao. de φέρω.
ἐνέγκαι: ἐνεγκεῖν, ἴδε φέρω.
ἐνέγκαι: ἐνεγκεῖν, απαρ. αορ. αʹ και βʹ του φέρω.
ἐνέγκαι: inf. aor. 1 к φέρω.