ἐξαποφαίνω
English (LSJ)
strengthened for ἀποφαίνω, Luc.Hes.1.
Spanish (DGE)
manifestar, exponer τὴν ἀρχήν Luc.Hes.1.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαποφαίνω: ἐπιτεταμένον* ἀντὶ τοῦ ἀποφαίνω, Λουκ. Ἡσίοδος 6.
Greek Monolingual
ἐξαποφαίνω (AM)
αποκαλύπτω, φανερώνω, παρουσιάζω.
Greek Monotonic
ἐξαποφαίνω: επιτετ. αντί ἀποφαίνω, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαποφαίνω: Luc. intens. к ἀποφαίνω.
Middle Liddell
[strengthened for ἀποφαίνω, Luc.]