ἐπαίνεσις

Revision as of 15:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

εως, ἡ, praise, E.Tr.418 (pl.).

German (Pape)

[Seite 895] ἡ, das Loben, plur., Eur. Tr. 418, im Ggstz von ὄνειδος.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de louer, louange.
Étymologie: ἐπαινέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαίνεσις: -εως, ἡ, ἔπαινος, Εὐρ. Τρῳ. 418, ἐν τῷ πληθ.

Greek Monolingual

ἐπαίνεσις, η (AM) (Μ και ἐπαίνεση και παίνεση) επαινώ
1. η ενέργεια του επαινώ, ο έπαινος
2. η επιδοκιμασία.

Greek Monotonic

ἐπαίνεσις: -εως, ἡ, έπαινος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαίνεσις: εως ἡ восхваление, хвала Eur.

Middle Liddell

ἐπαίνεσις, εως
praise, Eur. [from ἐπαινέω

English (Woodhouse)

praise