ων, Att. for ἐπίπλεος (q.v.).
[Seite 970] ων, att. = ἐπίπλεος.
ως, ων;att. c. ἐπίπλεος.
ἐπίπλεως: -ων, Ἀττ. ἀντὶ ἐπίπλεος, ὃ ἴδε.
ἐπίπλεως: -ων, Αττ. αντί ἐπίπλεος, σε Πλούτ.
ἐπίπλεως: Plut. = ἐπίπλεος.
ἐπίπλεως, ων, attic for ἐπίπλεος, Plut.]