ἐπίπλεος
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
έα, Ion. έη, εον, quite full of, κρεῶν Hdt.1.119, 3.18; ἀγαθῶν πάντων Id.6.139:—Att. ἐπιπλέως, ων, Plu.Ant.85.
German (Pape)
[Seite 970] α, ον, att. ἐπίπλεως, ganz voll, angefüllt, λειμὼν ἐπίπλεος κρεῶν ἑφθῶν Her. 3, 18, τράπεζα ἐπιπλέη ἀγαθῶν 6, 139, öfter.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
ion.
plein de, gén..
Étymologie: ἐπί, πλέος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπλεος: наполненный, полный (τράπεζαι ἐπίπλεαι ἀγαθῶν πάντων Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπλεος: έα (Ἰων. έη), εον, ἐντελῶς πλήρης, κρεῶν, ἀγαθῶν πάντων Ἡρόδ. 1. 119., 3. 18., 6. 139: - Ἀττ. ἐπίπλεως, ων, Πλουτ. Ἀντών. 85.
Greek Monolingual
ἐπίπλεος, -έα και ιων. τ. -έη, -ον και αττ. τ. ἐπίπλεως, -ων (Α) πλέος
εντελώς πλήρης, γεμάτος («τράπεζαν ἐπιπλέην ἀγαθῶν πάντων», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
ἐπίπλεος: -εα, Ιων. -έη, -εον, εντελώς γεμάτος από κάτι, με γεν., σε Ηρόδ.