ἑπτέτης

Revision as of 15:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

= ἑπταετής, seven years old, Chionid.3, Ar.Ra.422: nom. pl. ἑπτέτεις Pl.Alc.1.121e:—fem. ἑπτ-έτις, ιδος, Ar.Th.480, Luc. Tox.61.

German (Pape)

[Seite 1013] = ἑπταέτης, Ar. Ran. 418; Plat. Alc. I,121 e u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui dure sept ans.
Étymologie: ἑπτά, ἔτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπτέτης: ἑπταετής, ἑπτὰ ἐτῶν ἡλικίαν ἔχων, Χιωνίδης ἐν «Ἥρωσιν» 3, Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 418· ὀνομ. πληθ. ἑπτέτεις ἐν Πλάτ. Ἀλκ. 1. 121Ε· θηλ. ἑπτέτις. ιδος, ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 480, ἐν Λουκ. Τοξ. 61.

Greek Monolingual

ἑπτέτης, ὁ, θηλ. ἑπτέτις (Α)
ο επταετής.

Greek Monotonic

ἑπτέτης: = ἑπταετής, εφτάχρονος ως προς την ηλικία, σε Αριστοφ.· ονομ. πληθ., ἑπτέτεις, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἑπτέτης: Arph., Plat. = ἑπταετής.

Middle Liddell

= ἑπταετής
seven years old, Ar.; nom. pl. ἑπτέτεις Plat.

English (Woodhouse)

seven years old