επταετής

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source

Greek Monolingual

-ές (AM ἑπταετής, -ές, Α και ἑπταετής, ἑπταέτις, ἑπταετές)
1. ηλικίας επτά ετών
2. διάρκειας επτά ετών
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) ἑπταετές
επί επτά έτη, για επτά ολόκληρα χρόνια.