ἑάλωκα

Revision as of 15:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

v. ἁλίσκομαι.

Spanish (DGE)

v. ἁλίσκομαι.

French (Bailly abrégé)

v. ἁλίσκομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἑάλωκα: ἑαλώκειν, ἴδε ἁλίσκομαι ᾰ.

Greek Monotonic

ἑάλωκα: [ᾰ], παρακ. του ἁλίσκομαι· ἑάλων, αόρ. βʹ.

Russian (Dvoretsky)

ἑάλωκα: pf. к ἁλίσκομαι.