ἑκτεύς

Revision as of 15:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

έως, ὁ, (ἕκτος) the sixth part (sextarius) of the μέδιμνος, πυρῶν, κριθέων, Schwyzer 725 (Milet., vi B.C.), cf.IG12.76.6, Ar.Ec. 547, Men.91.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
metrol. hecteo, sexto medida ática para áridos, sexta parte del medimno πυρῶν Milet 1(3).31a.9 (VI a.C.), Ar.Ec.547, κριθέων Milet l.c., cf. IG 13.78.6 (V a.C.), ἀλφίτων SEG 50.168A.45 (Maratón IV a.C.), cf. Men.Fr.93, Poll.1.246.

German (Pape)

[Seite 781] ὁ, der sechste Theil des μέδιμνος, sextarius; Ar. Eccl. 547; Ath. VI, 235 c; VLL.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
setier, mesure att. pour les matières sèches valant 32 cotyles ou un sixième de médimne.
Étymologie: ἕκτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκτεύς: έως, ὁ (ἕκτος) τὸ ἓν ἕκτον (sextarius) τοῦ μεδίμνου, Ἐπιγραφ. Ἀρχ. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 9, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 547, Μένανδ. ἐν «Βοιωτίᾳ» 4.

Greek Monolingual

ἑκτεύς, ο (Α)
μέτρο σιτηρών κ.ά. ξηρών καρπών ίσο με το ένα έκτο του μεδίμνου.

Russian (Dvoretsky)

ἑκτεύς: [ἕξ] ὁ гектей (1/6 медимна, приблиз. 8.75 л) Arph.