English (LSJ)French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. prés. sbj. ion. de εἰμί.
Greek (Liddell-Scott)
ἔωσι: Ἰων. ἀντὶ ὦσι, γ΄ πληθ. ἐνεστ. ὑποτακτ. τοῦ εἰμί.
English (Autenrieth)Greek Monotonic
ἔωσι: Ιων. αντί ὦσι, γʹ πληθ. ενεστ. υποτ. του εἰμί (sum).
Russian (Dvoretsky)
ἔωσι: ион. (= ὦσι) 3 л. praes. conjct. к εἰμί.