ή, όν :poét. c. ἡμέτερος.
ἡμός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λ. ἀμός.
ἡμός: -ή, -όν, Αιολ. ἀμός, = ἡμέτερος.
ἡμός: дор. ἁμός Hom., Pind., Trag. etc. = ἡμέτερος.
ἡμός, ή, όν = ἡμέτερος.]