ἡμός

Revision as of 17:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
poét. c. ἡμέτερος.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λ. ἀμός.

Greek Monotonic

ἡμός: -ή, -όν, Αιολ. ἀμός, = ἡμέτερος.

Russian (Dvoretsky)

ἡμός: дор. ἁμός Hom., Pind., Trag. etc. = ἡμέτερος.

Middle Liddell

ἡμός, ή, όν = ἡμέτερος.]