ἁμός
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
English (LSJ)
(A) or ἀμός [ᾱ], ή, όν, Aeol. ἄμμος Alc.105A, Milet.3 No. 152.35, = ἡμέτερος (cf. ὑμός for ὑμέτερος, σφός for σφέτερος, A.D. Pron. 111.18), freq. used for ἐμός, Il.8.178, Od.11.166, etc.; especially in Dor., Pi.P.3.41, 4.27, Theoc.5.108; Lacon., Ar.Lys.1181; Cretan, GDI 4952D23, etc.; Sicilian, IG14.952 (Agrigentum); also Trag., A.Th. 417, Ch.428, S.El.279, Ph.1314, etc. (Written ἀμός when = ἐμός by Demetr.ad Il.6.414; but the distinction is not observed.)
(B), [ᾰ], old word equiv. to τις, only in Adv. forms ἁμοῦ, ἁμῆ, ἁμοῖ, ἁμῶς, ἁμόθεν, ἁμόθι, and in compounds as οὐδαμός, Hdn.Gr.1.169. (sṃ-, cf. Goth. sums (some one), suman (sometime, once).)
Spanish (DGE)
-ά, -όν
• Alolema(s): lesb. ἄμμος Alc.66.8; ἀμός S.El.279, cf. ἡμέτερος
• Prosodia: [ᾱ-]
1 nuestro νέας ἁμάς Il.13.96, πατέρων ἄμμων Alc.394, ἀ πόλις ἄμμα Alc.66.8, cf. Ar.Lys.1181, Hsch.α 3475.
2 nuestro en el sent. de mío, Il.6.414, 8.178, Alcm.45, Pi.P.3.41, Alcm.45, Corinn.1.3.38, A.Th.417, S.El.279, ICr.1.9.1.150 (Drero III/II a.C.). < ἁμός ἆμος > ἁμός
• Prosodia: [ᾰ-]
alguno Hdn.Gr.1.169, v. ἁμῶς.
German (Pape)
Dor. = ἡμέτερος, unser, Hom. Il. 6.414, 8.178, 10.448, 13.96, 16.830, Od. 11.166, 481; wie ἡμέτερος, so braucht Homer auch ἁμός von einer Person, das possessiv. des plur. für das des sing.; wie er überhaupt oft den plur. statt des sing. gebraucht. Vgl. Apollon. Lex.Hom. 27.18, Scholl. Il. 6.414 (Herodian.). 8.178, 13.96 (Herodian.).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
éol. et épq.
1 c. ἡμέτερος notre;
2 c. ἐμός mon, ma.
English (Slater)
ᾱμός pl. pro sing. = ἁμέτερος. οὐκέτι τλάσομαι ψυχᾷ γένος ἁμὸν ὀλέσσαι” (P. 3.41) “μήδεσιν ἀνσπάσσαντες ἁμοῖς” (P. 4.27) ἀοιδὰν . τᾶς ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἁμᾶς ἄπο (N. 3.9) “λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε ξεῖνον ἁμὸν μοιρίδιον τελέσαι” (I. 6.46)
Greek Monolingual
(I)
ἁμὸς και ἀμός, -ή, -όν και αιολ. ἄμμος, -η, -ον αντί του ἡμέτερος και συχνά αντί του ἐμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί του ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή του (το ἡμέτερος). Η χρήση του, που επεκτείνεται και στο α΄ ενικό πρόσωπο, γενικεύεται στον Πίνδαρο και στους τραγικούς. Στην Ομηρική παράδοση και τη λοιπή αρχαία γραμματεία ο τ. ἁμὸς εθεωρούνταν κυρίως δωρικός, παρά τη στενότερη σχέση του με τις αιολ. προσ. αντων. ἄμμι(ν), ἄμμε. Το ἁμὸς πάντως ήδη στον Όμηρο έρχεται σε αντίθεση με τις προσ. αντων. της Αιολικής ως προς το διπλό μ, το δασύ πνεύμα και τον τονισμό. Εντούτοις η παρουσία -μ- αντί -μμ- δεν είναι ασυνήθιστη, αν ληφθεί υπ' όψιν το ὑμὸς που επίσης έρχεται σε αντίθεση με τις προσ. αντων. ὔμμι(ν), ὔμμε. Ακόμη η παρατήρηση ότι ήδη στην αρχαιότητα το ἁμὸς εθεωρούνταν δευτερεύων τ. του ἐμὸς (οι τραγικοί το χρησιμοποιούσαν αντί του ἐμός, ενώ ο Ευστ. αναφέρει ότι συχνά το ἁμὸς αντικατέστησε το ἐμὸς χάριν του μέτρου) ερμηνεύει την αναλογικά προς το ἐμὸς γραφή του. Όσον αφορά στο πνεύμα της λ. στη χειρόγραφη παράδοση του Ομηρου παραδίδονται γραφές και με τα δύο πνεύματα. Στους τραγικούς και στον Πίνδαρο η λ. δασύνεται. Η ψίλωση του τ. δυνατόν να οφείλεται και στη χρήση του αντί του ἐμός. Ο τονισμός στη λήγουσα (ἁμὸς αντί ἄμος) είναι πιθ. αναλογικός κατά τα ἐμός, σός, σφός (πρβλ. και ὑμός). Ο τ. ἁμὸς ανάγεται σε ΙΕ ρ. ns- (μηδενισμένη βαθμίδα της ρ. nĕs-) ns -sme > nsme > ns-mos > ἁσ-μ-ὸς < αιολ. ἄμμος (με αφομοίωση του σ και βαρυτονία), δωρ. ἁμός].
(II)
ἁμὸς
λέξη ισοδύναμη με τα αόρ. εις, τις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δεν απαντά αυτοτελώς παρά μόνο στα επιρρ. ἁμοῦ, ἁμῆ, ἁμοῖ, ἁμῶς, ἁμόθεν, ἁμόθι και στις επίρρ. εκφρ. ἁμή γέπῃ ἁμόθεν γέ ποθεν, ἁμουγέποι, ἁμοῦ γέ που, ἁμῶς γέ πως. Πιο εύχρηστο είναι ως σύνθετο με τα αρνητ. επιρρ. οὐδέ, μηδέ: οὐδαμὸς-μηδαμός, οὐδαμὰ-μηδαμά, οὐδαμῇ-μηδαμῇ-μηδαμεῖ, οὐδαμόθεν-μηδαμόθεν, οὐδαμόθι-μηδαμόθι, οὐδαμοῖ-μηδαμοῖ, οὐδαμόσε-μηδαμόσε, οὐδαμοῦ-μηδαμοῦ, οὐδαμῶς-μηδαμῶς. Μεταγεν. τύποι οι οὐδάμινος, ναιδαμῶς. Στην ελληνιστ. εποχή δημιουργούνται τύποι με δασύ οδοντικό: μηθαμά, -όθεν, -οῦ, οὐθαμεῖ. Η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρ. sm- (πρβλ. αρχ. ινδ. sama- «κάποιος», γοτθ. sums «κάποιος», αγγλ. some «μερικοί, κάποιος» κ.ά.): sm-ος > hαμ-ος > ἁμ-ός. Οι προηγούμ. τ. συγγενεύουν με τα ά- (αθροιστικό), ἅμα εἷς, γαλλ. un «ένας». Η αοριστολογική χροιά ίσως προέρχεται από την έννοια της ενότητας. Πρβλ. γαλλ. un, νεοελλ. ένας κ.λπ.].
Greek Monotonic
ἁμός: [ᾰ], παλιά λέξη ισοδύν. του εἷς ή τίς, που βρίσκεται μόνο στους επιρρ. τύπους ἁμοῦ, ἁμῆ, ἁμοῖ, ἁμῶς, ἁμόθεν ἁμόθι.
Russian (Dvoretsky)
ἁμός: и ἀμός 3 (ᾱ) эп.-эол. = ἡμέτερος и ἐμός.
Middle Liddell
1
I. = ἡμέτερος, our, ours, Hom., etc.
II. Attic = ἐμός, when a long penultimate is required.
2
an old word equiv. to εἷς or τις, only found in the adv. forms ἁμοῦ, ἁμῆ, ἁμοῖ, ἁμῶς, ἁμόθεν.
as, when, Theocr.
Frisk Etymology German
ἁμός: {*hamós}
Forms: in οὐδαμός, ἁμοῦ, ἁμῆ, ἁμοῖ, ἁμωσγέπως usw.,
Grammar: indefiniter Pronominalstamm,
Etymology: mit aind. sama- (enkl.) irgendeiner, jemand, got. sums ib. identisch. Zu ἅμα, εἷς. Vgl. Schwyzer 617: 4b.
Page 1,95