ὑπέρπλουτος

Revision as of 18:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, = ὑπερπλούσιος, χλιδή A.Pr.466, cf. Pl.R.552b.

German (Pape)

[Seite 1201] = ὑπερπλούσιος; χλιδή, Aesch. Prom. 464; Plat. Rep. VIII, 552 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
excessivement ou extrêmement riche.
Étymologie: ὑπέρ, πλοῦτος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρπλουτος: -ον, = ὑπερπλούσιος, Αἰσχύλ. Πρ. 466, Πλάτ. Πολ. 552Β.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπέρπλουτος, -ον, ΝΜΑ
πάρα πολύ πλούσιος, πάμπλουτος, ζάπλουτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + πλοῦτος (πρβλ. πάμ-πλουτος)].

Greek Monotonic

ὑπέρπλουτος: -ον, = ὑπερπλούσιος, σε Αισχύλ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρπλουτος: Aesch., Plat. = ὑπερπλούσιος.

Middle Liddell

ὑπέρ-πλουτος, ον, = ὑπερπλούσιος, Aesch., Plat.]

English (Woodhouse)

rich, exceeding rich