ὑπέρπλουτος
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ὑπέρπλουτον, = ὑπερπλούσιος, χλιδή A.Pr.466, cf. Pl.R. 552b.
German (Pape)
[Seite 1201] = ὑπερπλούσιος; χλιδή, Aesch. Prom. 464; Plat. Rep. VIII, 552 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
excessivement ou extrêmement riche.
Étymologie: ὑπέρ, πλοῦτος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρπλουτος: Aesch., Plat. = ὑπερπλούσιος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρπλουτος: -ον, = ὑπερπλούσιος, Αἰσχύλ. Πρ. 466, Πλάτ. Πολ. 552Β.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέρπλουτος, -ον, ΝΜΑ
πάρα πολύ πλούσιος, πάμπλουτος, ζάπλουτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + πλοῦτος (πρβλ. πάμπλουτος)].
Greek Monotonic
ὑπέρπλουτος: -ον, = ὑπερπλούσιος, σε Αισχύλ., Πλάτ.
Middle Liddell
ὑπέρ-πλουτος, ον, = ὑπερπλούσιος, Aesch., Plat.]