ὠκυδήκτωρ
English (LSJ)
ορος, ὁ, sharp-biting, ῥίνη AP6.92 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
aux morsures aiguë (lime).
Étymologie: ὠκύς, δάκνω.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που δαγκώνει με οξύτητα ή με δύναμη («ῥίνην... ὠκυδήκτορα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «οξύς» + -δήκτωρ (< δάκνω «δαγκώνω»)].
Greek Monotonic
ὠκῠδήκτωρ: -ορος, ὁ (δάκνω), αυτός που δαγκώνει κοφτερά, με οξύτητα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὠκῠδήκτωρ: ορος adj. наносящий острые укусы, т. е. с острыми насечками, острый (ῥίνη Anth.).