ῥύατο

Revision as of 18:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

v. ἐρύω (B).

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. impf. épq. de ῥύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύᾰτο: γ΄ πληθ. συγκεκομ. ἀορ. τοῦ ῥύομαι.

English (Autenrieth)

see ῥύομαι.

Greek Monotonic

ῥύᾰτο: Επικ. αντί ἐρύοντο, γʹ πληθ. αορ. βʹ του ῥύομαι.

Russian (Dvoretsky)

ῥύατο: (ῠ) эп. 3 л. pl. impf. к ῥύομαι.