ᾖσμεν

Revision as of 18:42, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

Attic for ᾔδειμεν, v. εἴδω.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. pqp. poét. de *εἴδω.

Greek (Liddell-Scott)

ᾖσμεν: Ἀττ. ἀντὶ ᾔδειμεν, ἴδε ἐν λ. *εἴδω.

Greek Monotonic

ᾖσμεν: Αττ. αντί ᾔδειμεν, αʹ πληθ. υπερσ. του οἶδα, βλ. *εἴδω.

Russian (Dvoretsky)

ᾖσμεν: (= ᾔδεμεν из ᾔδειμεν) 1 л. pl. ppf. к *εἴδω.