ᾖσμεν
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. pqp. poét. de *εἴδω.
German (Pape)
= ᾔδειμεν, s. οἶδα.
Russian (Dvoretsky)
ᾖσμεν: (= ᾔδεμεν из ᾔδειμεν) 1 л. pl. ppf. к *εἴδω.
Greek (Liddell-Scott)
ᾖσμεν: Ἀττ. ἀντὶ ᾔδειμεν, ἴδε ἐν λ. *εἴδω.
Greek Monotonic
ᾖσμεν: Αττ. αντί ᾔδειμεν, αʹ πληθ. υπερσ. του οἶδα, βλ. *εἴδω.