ζῶστρον

Revision as of 20:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

τό, belt, girdle, Od.6.38(pl.).

German (Pape)

[Seite 1145] τό, Gürtel, neben πέπλοι u. ῥήγεα genannt, in der Wäsche, Od. 6, 38.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ceinture.
Étymologie: ζώννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζῶστρον -ου, τό [ζώννυμι] ceintuur, band.

Russian (Dvoretsky)

ζῶστρον: τό пояс Hom.

English (Autenrieth)

= ξώνη, Od. 6.38†.

Greek Monolingual

ζώστρον, τὸ (Α) ζώννυμι
ζώνη, ζωστήρας.

Greek Monotonic

ζῶστρον: τό (ζώννυμι), ζώνη, ζωνάρι, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

ζῶστρον: τό, ζώνη, ζωστήρ, Ὀδ. Ζ. 38.

Middle Liddell

ζῶστρον, ου, τό, ζώννυμι
a belt, girdle, Od.