διασκοπιάομαι

Revision as of 20:24, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

watch as from a σκοπιά: hence, spy out, σε… προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα, of Dolon, Il.10.388; discern, distinguish, ἀργαλέον… διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον 17.252.

Spanish (DGE)

avistar desde la atalaya de donde espiar σ' Ἕκτωρ προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα de Dolón Il.10.388
distinguir ἀργαλέον δέ μοί ἐστι διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον ἡγεμόνων Il.17.252.

German (Pape)

[Seite 602] ringsum ausspähen, auskundschaften; Il. 10, 388 ἦ σ' Ἕκτωρ προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
1 observer tout alentour;
2 discerner, distinguer.
Étymologie: διά, σκοπιά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διασκοπιάομαι [διασκέπτομαι] goed bekijken; onderscheiden.

Russian (Dvoretsky)

διασκοπιάομαι:
1) высматривать, обозревать, разведывать (ἕκαστα Hom.);
2) распознавать, различать (ἕκαστον ἡγεμόνων Hom.).

English (Autenrieth)

spy out, Il. 10.388 and Il. 17.252.

Greek Monotonic

διασκοπιάομαι: αποθ., παρατηρώ ολόγυρα όπως σε σκοπιά, κατασκοπεύω, σε Ομήρ. Ιλ.· παρατηρώ, διακρίνω, σε ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

διασκοπιάομαι: ἀποθ., παρατηρῶ ὡς ἀπὸ σκοπιᾶς· ἐντεῦθεν, κατασκοπεύω, σε… προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα, ἐπὶ τοῦ Δόλωνος, Ἰλ. Κ. 388· ‒ διακρίνω, παρατηρῶ, ἀργαλέον… διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον Ρ. 252.

Middle Liddell


Dep. to watch as from a σκοπιά, to spy out, Il.:— to discern, distinguish, Il.