различать
From LSJ
ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out
Russian > Greek
διορίζω, χωρίζω, διαιρέω, κρίνω, διαισθάνομαι, διαλέγω, διασκοπιάομαι, ἀποκρίνω, ἐπισημειόομαι, διαλογίζομαι, διακρίνω, ἀντιδιαιρέω, διαχωρίζω, διαστέλλω, διαλαμβάνω