δημοσίᾳ

Revision as of 20:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

Adv., v. δημόσιος.

German (Pape)

[Seite 564] (s. δημόσιος), öffentlich, Ggstz ἰδίᾳ, Thuc. 1. 128; Plat. Prot. 524 c. Apol. 33 a u. öfter; gewöhnlich = nach Beschluß des Staats, auf Kosten des Staats; Her. 1, 20; Thuc. 3, 58. 5, 11; ἀποκτιννύναι τινά Plat. Phaed. 58 b; Hipp. mai. 282 b; ἀποθνήσκειν, d. i. durch Henkershand, Xen. Mem. 4, 8, 2; Dem. 45. 81.

French (Bailly abrégé)

v. δημόσιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημοσίᾳ adv., zie δημόσιος.

Russian (Dvoretsky)

δημοσίᾳ: ион. δημοσίῃ adv.
1) в общественном порядке, от лица государства (δ. μὲν οὐ, ἰδίᾳ δέ Thuc.; ἀσκεῖν δ. τὰ πρὸς τὸν πόλεμον Xen.);
2) на общественный или государственный счет (θάψαι τινά Her.; τιμᾶν τοὺς ἀποθανόντας Thuc.);
3) по решению или с разрешения государства (προξένους τινὰς ποιήσασθαι Dem.);
4) по приговору суда (ἀποκτιννύναι τινά Plat.; τεθνάναι Xen., Dem.).

Greek Monolingual

βλ. δημόσιος.
η
ο δημόσιος αυτοκινητόδρομος σε αγροτική περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. δημοσία < (αρχ. επίθ.) δημοσία (ενν. οδός)].

Greek Monotonic

δημοσίᾳ: επίρρ., βλ. δημόσιος.

Greek (Liddell-Scott)

δημοσίᾳ: ἐπίρρ., ἴδε δημόσιος.

Middle Liddell

v. δημόσιος.

English (Woodhouse)

publicly, at the public expense