κυνηγέτις
English (LSJ)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνηγέτις -ιδος, ἡ [κυνηγέτης] jaagster.
Russian (Dvoretsky)
κῠνηγέτις: ιδος adj. f охотничья (αἰγανέη Anth.).
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κῠνηγέτις: -ιδος, ἡ, θηλ. του κυνηγέτης.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνηγέτις: -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ κυνηγέτης, ὃ ἴδε.
Middle Liddell
κῠνηγέτις, ιδος [fem. of κυνηγέτης.]