κυνηγέτις

Revision as of 21:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

ιδος, ἡ, fem. of κυνηγέτης (q.v.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνηγέτις -ιδος, ἡ [κυνηγέτης] jaagster.

Russian (Dvoretsky)

κῠνηγέτις: ιδος adj. f охотничья (αἰγανέη Anth.).

Greek Monolingual

κυνηγέτις, -ιδος και κυνηγέτρια, -ίας, ἡ (Α)
βλ. κυνηγέτης.

Greek Monotonic

κῠνηγέτις: -ιδος, ἡ, θηλ. του κυνηγέτης.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνηγέτις: -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ κυνηγέτης, ὃ ἴδε.

Middle Liddell

κῠνηγέτις, ιδος [fem. of κυνηγέτης.]