κυνηγέτις
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
English (LSJ)
ιδος, ἡ, fem. of κυνηγέτης (q.v.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνηγέτις -ιδος, ἡ [κυνηγέτης] jaagster.
German (Pape)
ιδος, ἡ, fem. zu κυνηγέτης; Ἄρτεμις, Poll. 5.13; αἰγανέα, der Jagdspieß, Antip.Sid. 18 (VI.115), in dor. Form κυναγέτις.
Russian (Dvoretsky)
κῠνηγέτις: ιδος adj. f охотничья (αἰγανέη Anth.).
Greek Monolingual
κυνηγέτις, -ιδος και κυνηγέτρια, -ίας, ἡ (Α)
βλ. κυνηγέτης.
Greek Monotonic
κῠνηγέτις: -ιδος, ἡ, θηλ. του κυνηγέτης.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνηγέτις: -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ κυνηγέτης, ὃ ἴδε.
Middle Liddell
κῠνηγέτις, ιδος [fem. of κυνηγέτης.]