Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυνηγέτις

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνηγέτις Medium diacritics: κυνηγέτις Low diacritics: κυνηγέτις Capitals: ΚΥΝΗΓΕΤΙΣ
Transliteration A: kynēgétis Transliteration B: kynēgetis Transliteration C: kynigetis Beta Code: kunhge/tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, fem. of κυνηγέτης (q.v.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνηγέτις -ιδος, ἡ [κυνηγέτης] jaagster.

German (Pape)

ιδος, ἡ, fem. zu κυνηγέτης; Ἄρτεμις, Poll. 5.13; αἰγανέα, der Jagdspieß, Antip.Sid. 18 (VI.115), in dor. Form κυναγέτις.

Russian (Dvoretsky)

κῠνηγέτις: ιδος adj. f охотничья (αἰγανέη Anth.).

Greek Monolingual

κυνηγέτις, -ιδος και κυνηγέτρια, -ίας, ἡ (Α)
βλ. κυνηγέτης.

Greek Monotonic

κῠνηγέτις: -ιδος, ἡ, θηλ. του κυνηγέτης.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνηγέτις: -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ κυνηγέτης, ὃ ἴδε.

Middle Liddell

κῠνηγέτις, ιδος [fem. of κυνηγέτης.]