τρῶξις

Revision as of 22:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

εως, ἡ, gnawing, biting, ὀνύχων τρώξεις Arist.EN1148b28; λίθων, γῆς, Hp.Prorrh.2.31.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de grignotter.
Étymologie: τρώγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρῶξις -εως, ἡ [τρώγω] het knabbelen:. ὀνύχων τρώξεις nagelbijten Aristot. EN 1148b28.

Russian (Dvoretsky)

τρῶξις: εως ἡ τρώγω pl. кусание, обгрызание (τῶν ὀνύχων Arst.).

Greek Monolingual

-ώξεως, ἡ, Α τρώγω
το να τρώει ή να κόβει κανείς κάτι με τα δόντια («ὀνύχων τρώξεις», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

τρῶξις: -εως, ἡ (τρώγω), δάγκωμα, τῶν ὀνύχων, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῶξις: -εως, ἡ, τὸ τρώγειν, ἀποδάκνειν, ἀποκόπτειν διὰ τῶν ὀδόντων, ὀνύχων τρώξεις Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 5, 3.

Middle Liddell

τρῶξις, εως, τρώγω
a biting, τῶν ὀνύχων Arist.