κελαινώψ

Revision as of 23:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ, swarthy, Κόλχοι Pi.P.4.212.

German (Pape)

[Seite 1414] ῶπος, dasselbe, κελαινώπεσσι Κόλχοισιν, den schwarzen, Pind. P. 4, 212.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελαινώψ -ῶπος donker.

Russian (Dvoretsky)

κελαινώψ: ῶπος adj. смуглолицый, смуглый (Κόλχοι Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

κελαινώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., Πινδ. Π. 4. 377.

English (Slater)

κελαινώψ swarthy faced κελαινώπεσσι Κόλχοισιν (P. 4.212)

Greek Monolingual

κελαινώψ, ὁ, ἡ (Α)
κελαινώπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -ώψ (< ὤψ, ὠπός: «όψη»), πρβλ. τυφλώψ, φοβερώψ].

Greek Monotonic

κελαινώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, = το προηγ., σε Πίνδ.

Middle Liddell

κελαιν-ώψ, ῶπος, = κελαινώπας, Pind.]