συκοφάντρια

Revision as of 00:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

English (LSJ)

ἡ, fem. of συκοφάντης (common informer, voluntary denouncer, extortioner, professional swindler, confidential agent, sycophanta, humbug, delator, false accuser, slanderer, sycophant, false adviser), Ar.Pl.970, PMasp.97 ii 39 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 974] ἡ, fem. zu συκοφάντης, Ar. Plut. 970.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fém. de συκοφάντης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συκοφάντρια -ας, ἡ [συκοφάντης] sycofante, vrouwelijke sycofant.

Russian (Dvoretsky)

σῡκοφάντρια:сикофантка, доносчица Arph.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοφάντρια: ἡ, θηλ. τοῦ συκοφάντης, Ἀριστοφ. Πλ. 970.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
βλ. συκοφάντης.

Greek Monotonic

σῡκοφάντρια: ἡ, θηλ. του συκοφάντης, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

σῡκοφάντρια, ἡ, [fem. of συκοφάντης, Ar.]