αἱμάς

Revision as of 11:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")

English (LSJ)

άδος, ἡ, gush, stream of blood, S.Ph.695 (lyr.).

Spanish (DGE)

-άδος, ἡ chorro de sangre S.Ph.696.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
flot de sang, effusion de sang.
Étymologie: αἷμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱμάς -άδος, ἡ αἷμα stroom bloed.

Russian (Dvoretsky)

αἱμάς: άδος ἡ струя крови, кровотечение (ἑλκέων Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

αἱμάς: -άδος, ἡ, ἐξόρμησις, ῥεῦμα αἵματος, Σοφ. Φ. 697 (λυρ.)· = αἵματος ῥύσις, ὡς ἑρμηνεύει ὁ Σχολ.

Greek Monotonic

αἱμάς: -άδος, ἡ (αἷμα), εκροή, ανάβρυσμα ή ποτάμι, χείμαρρος αίματος, σε Σοφ.

Middle Liddell

αἷμα
a gush or stream of blood, Soph.