γομφόδετος

Revision as of 11:07, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

English (LSJ)

ον, nail-bound, δόρει A.Supp.846 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον unido con pernos de una nave, A.Supp.846.

German (Pape)

[Seite 500] mit Nägeln verbunden, δόρυ, Schiff, Aesch. Suppl. 826.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lié ou assujetti au moyen de chevilles.
Étymologie: γόμφος, δέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γομφόδετος -ον γόμφος, δέω door pinnen bijeengehouden.

Russian (Dvoretsky)

γομφόδετος: скрепленный гвоздями, сколоченный (γομφόδετον δόρυ = ναῦς Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

γομφόδετος: -ον, δι’ ἥλου ἠσφαλισμένος, δεδεμένος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 846.

Greek Monolingual

-ον (Α)
αυτός που είναι συναρμολογημένος με καρφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόμφος + -δετος < δέω «δένω»].