γομφόδετος
English (LSJ)
ον, nail-bound, δόρει A.Supp.846 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον unido con pernos de una nave, A.Supp.846.
German (Pape)
[Seite 500] mit Nägeln verbunden, δόρυ, Schiff, Aesch. Suppl. 826.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lié ou assujetti au moyen de chevilles.
Étymologie: γόμφος, δέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γομφόδετος -ον γόμφος, δέω door pinnen bijeengehouden.
Russian (Dvoretsky)
γομφόδετος: скрепленный гвоздями, сколоченный (γομφόδετον δόρυ = ναῦς Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
γομφόδετος: -ον, δι’ ἥλου ἠσφαλισμένος, δεδεμένος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 846.
Greek Monolingual
-ον (Α)
αυτός που είναι συναρμολογημένος με καρφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόμφος + -δετος < δέω «δένω»].