καταδύνω
English (LSJ)
v. καταδύω.
German (Pape)
[Seite 1347] = καταδύομαι, s. unter καταδύω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. κατέδυνον;
c. καταδύω.
Étymologie: κατά, δύνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταδύνω zie καταδύω.
Russian (Dvoretsky)
καταδύνω: (только praes. Arst. и impf. κατέδυνον Hom., Her.) = καταδύω.
Greek (Liddell-Scott)
καταδύνω: ἴδε καταδύω.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
καταδύνω: βλ. καταδύω.