πεδόσε

Revision as of 11:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

English (LSJ)

Adv., = πέδονδε, E.Ba.136, 600 (both lyr.).

German (Pape)

[Seite 542] adv., = πέδονδε, Eur. Bacch. 137. 600.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεδόσε Dor. voor πέδονδε.

Russian (Dvoretsky)

πεδόσε: adv. Eur. = πέδονδε.

Greek (Liddell-Scott)

πεδόσε: Ἐπίρρ. = τῷ πέδονδε, Εὐρ. Βάκχ. 137, 599.

Greek Monolingual

Α
(τοπ. επίρρ.) στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. οίκο-σε)].

Greek Monotonic

πεδόσε: επίρρ. = το προηγ., σε Ευρ.