σειρηφόρος

Revision as of 11:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

English (LSJ)

ον, Ion. for σειραφόρος.

German (Pape)

[Seite 868] ion. = σειραφόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σειρηφόρος Ion. voor σειραφόρος.

Russian (Dvoretsky)

σειρηφόρος: ион. = σειραφόρος I и II.

Greek (Liddell-Scott)

σειρηφόρος: -ον, Ἰων. ἀντί σειραφόρος.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. σειραφόρος.

Greek Monotonic

σειρηφόρος: -ον, Ιων. αντί σειραφόρος.