σειρηφόρος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
σειρηφόρον, Ion. for σειραφόρος.
German (Pape)
[Seite 868] ion. = σειραφόρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σειρηφόρος Ion. voor σειραφόρος.
Russian (Dvoretsky)
σειρηφόρος: ион. = σειραφόρος I и II.
Greek (Liddell-Scott)
σειρηφόρος: -ον, Ἰων. ἀντί σειραφόρος.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. σειραφόρος.
Greek Monotonic
σειρηφόρος: -ον, Ιων. αντί σειραφόρος.