σεσαρώς

Revision as of 11:21, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

v. σαίρω¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεσαρώς ptc. perf. van σέσηρα.

Russian (Dvoretsky)

σεσᾱρώς: дор. = σεσηρώς.

Greek (Liddell-Scott)

σεσᾱρώς: Δωρ. ἀντὶ σεσηρώς, Ἐπικ. θηλ. σεσᾰρυῖα (ὡς τὸ ἀρᾰρυῖα).

Greek Monotonic

σεσᾱρώς: Δωρ. αντί σεσηρώ, Επικ. θηλ. σεσᾰρυῖα.