συνοίσω

Revision as of 11:29, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

English (LSJ)

v. συμφέρω, συνοίσειν.

French (Bailly abrégé)

fut. de συμφέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοίσω fut. bij συμφέρω.

Russian (Dvoretsky)

συνοίσω: fut. к συμφέρω.

Greek (Liddell-Scott)

συνοίσω: μέλλ. τοῦ συμφέρω.

Greek Monotonic

συνοίσω: μέλ. του συμφέρω.